βεβαιοτέρᾳ — βεβαιοτέρᾱͅ , βέβαιος firm fem dat comp sg (attic doric aeolic) βεβαιοτέρᾱͅ , βέβαιος firm fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιότερα — βέβαιος firm neut nom/voc/acc comp pl βέβαιος firm neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιοτέρας — βεβαιοτέρᾱς , βέβαιος firm fem acc comp pl βεβαιοτέρᾱς , βέβαιος firm fem gen comp sg (attic doric aeolic) βεβαιοτέρᾱς , βέβαιος firm fem acc comp pl βεβαιοτέρᾱς , βέβαιος firm fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιοτέραν — βεβαιοτέρᾱν , βέβαιος firm fem acc comp sg (attic doric aeolic) βεβαιοτέρᾱν , βέβαιος firm fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιοτέραις — βέβαιος firm fem dat comp pl βεβαιοτέρᾱͅς , βέβαιος firm fem dat comp pl (attic) βέβαιος firm fem dat comp pl βεβαιοτέρᾱͅς , βέβαιος firm fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мъногоизвѣстьныи — (1*) пр. Очень устойчивый, надежный, постоянный: Сего ра(д) приобьщенье вещь наречеть. показа˫а въздавьѥ бывъшее. ѿ сего бо еже любовное простиръше(с) [так!] и многоизвѣстьноѥ. (τὰ τῆς ἀγοπης ἐγίνετο ϑερμότερα πολλῷ καὶ βεβαιότερα) ПНЧ XIV, 91б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
παλαιογεωγραφία — Κλάδος της γεωλογίας, που ερμηνεύει και συσχετίζει τα δεδομένα των στρωματογραφικών, τεκτονικών και παλαιοντολογικών παρατηρήσεων, με σκοπό να αναπαραστήσει τη διαμόρφωση των ξηρών, όπως αναδύθηκαν κατά τους περασμένους γεωλογικούς χρόνους. Οι… … Dictionary of Greek